Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος: «Δεν μπορούμε να κάνουμε θέατρο από κεκτημένη ταχύτητα»

Μετά από 37 χρόνια θεατρικής πορείας, εκ των οποίων τα 24 ως σκηνοθέτης και παραγωγός, ήρθε η ώρα για τον κ. Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο να ανεβάσει Μπρεχτ. Εναν συγγραφέα που όχι μόνο θεωρεί από τους σημαντικότερους του 20ού αιώνα αλλά, όπως λέει, στάθηκε και η αφορμή για να ασχοληθεί με το θέατρο. Ηταν στην παράσταση του έργου «Μάνα Κουράγιο», την τελευταία της Κατίνας Παξινού, που μαγεύτηκε από τη μεγάλη ηθοποιό, η οποία έγινε ο λόγος για να σπουδάσει στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, όπου εκείνη θα δίδασκε.
«Θυμάμαι σε εκείνη την παράσταση, καθόταν στο προσκήνιο κι έλεγε ένα τραγούδι – πολύ μεγάλη σε ηλικία -, τραγουδούσε χτυπώντας το χέρι στο πόδι της. “Δεν πονάει;” αναρωτιόμουν. Τόση ενέργεια είχε. Φάνταζε από τα καθίσματα ένα μεγαθήριο. Πήγα στα καμαρίνια τρέμοντας. Μέσα ήταν δυο γιαγιάδες, κοντούλες, με μαύρα ρούχα. Την κατάλαβα βέβαια, αλλά το πρώτο που σκέφτηκα ήταν “Ωχ, δεν μπορεί να είναι αυτή”» λέει.

Εφέτος, στη δεύτερη συνεχή χρονιά συνεργασίας με το Εθνικό Θέατρο, πρότεινε να ανεβάσει το έργο «Ο βίος του Γαλιλαίου», που παρουσιάζεται στο θέατρο REX – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» ως τις 31 Ιανουαρίου 2016.
Η αξία των κλασικών

Οπως εξηγεί ο σκηνοθέτης μιλώντας στο «Βήμα», ο Μπέρτολτ Μπρεχτ «δεν γράφει μια βιογραφία του Γαλιλαίου, ούτε καν την αγιογραφία του». Μέσω του θεμελιωτή της σύγχρονης επιστήμης, τον οποίο υποδύεται ο Χρήστος Στέργιογλου, μιλάει ουσιαστικά για τη δική του εποχή. Σχολιάζει τη διαχρονική ευθύνη των ανθρώπων της επιστήμης, που συνθηκολογούν με την επικίνδυνη και ανεγκέφαλη εξουσία και προσφέρουν, εκόντες άκοντες, τη γνώση τους σε αυτήν, με καταστροφικές συνέπειες.
«Η αξία των κλασικών έργων βρίσκεται στο ότι μπορούν να επικοινωνούν σε κάθε εποχή. Εάν ένα έργο δεν μου “μιλάει” σήμερα, δεν ταρακουνάει το μυαλό μου για τη σημερινή ζωή και κοινωνία, τότε δεν μου λέει τίποτα. Από τον Ευριπίδη και τον Σοφοκλή μέχρι τον Σαίξπηρ και τον Μπρεχτ, κάθε εποχή βρίσκει σε αυτά τις αναλογίες της» αναφέρει ο κ. Θεοδωρόπουλος.
Παράλληλα, ο αυτοσαρκασμός και το χιούμορ αποτελούν στοιχεία που τον γοητεύουν στο κείμενο του γερμανού δραματουργού. «Θεωρώ το χιούμορ ένα στοιχείο αποστασιοποίησης. Ο Μπρεχτ θέλει να μπορείς να είσαι παρατηρητής, αλλά και να συμμετέχεις. Είναι ψέμα ότι είναι ψυχρός. Αντίθετα, πρέπει να πάλεψε πολύ για να μη χάνεται ο θεατής στο συναίσθημα. Γιατί ο θεατής πρέπει να σκέφτεται». Είναι εξάλλου αυτό το θέατρο που και ο ίδιος θέλει να υπηρετεί, ένα θέατρο που δεν θέλει παθητικούς θεατές.
Το θέατρο στην κρίση

Είτε ανεβάζει μεγάλες παραγωγές, όπως αυτές που σήμερα λόγω κρίσης μπορούν να κάνουν μόνο φορείς όπως το Εθνικό, είτε σκηνοθετεί για το δημιούργημά του, το Θέατρο του Νέου Κόσμου, μια αρχή τον ακολουθεί. «Στην εποχή που ζούμε, δεν μπορούμε να κάνουμε θέατρο από κεκτημένη ταχύτητα».
Καταπιάνεται με έργα που μιλούν για θέματα που αφορούν την κοινωνία, με επίκεντρο τον άνθρωπο κι όχι κάτι θεωρητικό ή ιδεολογικό. Οσο για τη δουλειά του, «δεν με ενδιαφέρει να έχω μια φόρμα που να βάζω σε κάθε έργο, αλλά σε ποια φόρμα με σπρώχνει το έργο. Μπορεί αυτό να μη μου δίνει έναν χαρακτήρα, αλλά μπορεί να είναι στυλ και το μη στυλ» λέει.
Στην αυγή της ενηλικίωσής του, το Θέατρο του Νέου Κόσμου έχει μπει σε μια νέα περίοδο, χωρίς να απεμπολεί την ταυτότητα που το καθιέρωσε. Ενα θέατρο πολιτικό, κοινωνικού προβληματισμού και αλληλεγγύης, που στηρίζει και αναδεικνύει τη σύγχρονη ελληνική δημιουργία.
Χωρίς την κρατική επιχορήγηση, που κάνει εφικτές τις μεγάλες, πολυπρόσωπες παραγωγές, πέρασε στην περίοδο της συμπαραγωγής, όπου όλοι συμμετέχουν στα λειτουργικά του θεάτρου.
«Η κρίση έχει τα κακά της και τα καλά της. Σε κάνει να προχωράς με μεγαλύτερο βάσανο, χωρίς καμιά ευκολία. Αλλο η λιτότητα, άλλο η φτήνια» σχολιάζει ο σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου και παραδέχεται ότι δεν νιώθει ποτέ ασφαλής. Δεν του αρκεί εάν πιστεύει ή όχι στις δυνατότητές του, αλλά εάν αυτό που κάνει, τη στιγμή που το κάνει, όλα όσα δοκιμάζει στις πρόβες έχουν, επί της ουσίας, λόγο ύπαρξης.
Απελπισία και χιούμορ

Χαρακτηριστικό παράδειγμα η παράσταση «Το Δάνειο» του Τζόρντι Γκαλθεράν που σκηνοθετεί εφέτος μαζί με τον Παντελή Δεντάκη.
«Οσο πλησιάζαμε στην πρεμιέρα, αφού στις πρόβες είχαμε διασκεδάσει, είχαμε βρει το χιούμορ του έργου καθώς πρόκειται για κωμωδία, είχα παγώσει κυριολεκτικά. Αναρωτιόμουν εάν θα αρέσει» λέει.
Δύο απελπισμένοι άνθρωποι συναντιούνται επί σκηνής από διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας, ένας τραπεζικός και ένας επίδοξος δανειολήπτης, όπου το χιούμορ βγαίνει ουσιαστικά μέσα από τις δικές τους απελπισίες. Τελικά, η παράσταση είναι sold out. Η αγωνία όμως ίδια σε κάθε έργο, ακόμη κι όταν καταπιάνεται με τους μεγάλους κλασικούς, γιατί εάν μια παράσταση δεν είναι καλή, «το κοινό θα σου γυρίσει την πλάτη».
Επιτυχημένες παραστάσεις

Ως τώρα, την εφετινή σεζόν, έχουν ανέβει 10 παραστάσεις, εκ των οποίων οι 8 με μεγάλη επιτυχία. Ο ίδιος όμως δεν μπορεί να απολαύσει απόλυτα την επιτυχία. «Εχω μεγάλη χαρά όταν βλέπω γεμάτο το φουαγέ, όμως την ίδια στιγμή αγωνιώ. Θέλω να έχουμε τα μυαλά μας ανοιχτά, να αφουγκραζόμαστε την κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε κι αυτό να υπάρχει μέσα στη δουλειά μας» επισημαίνει. Ειδικά στην εποχή μας, που ο κόσμος έχει ανάγκη το θέατρο, να βγαίνει από το σπίτι, να συνυπάρχει με άλλους, να μοιράζεται μια εμπειρία στην Τέχνη.
Δύο επιτυχημένες παραστάσεις της περσινής χρονιάς παρουσιάζονται ξανά, υπό τις σκηνοθετικές του οδηγίες, τα «Παράσιτα» της Βίβιεν Φράντσμαν, όπου μέσα από την κακοποίηση, τη φτώχεια, τα ναρκωτικά, τη φυλακή, αυτό που ουσιαστικά δοκιμάζεται είναι οι ανθρώπινες σχέσεις.
Και μια πιο «προσωπική» του υπόθεση, όπως παραδέχεται, η «Σταματία, το γένος Αργυροπούλου» του Κώστα Σωτηρίου, που αν και αφορά μια εποχή που δεν έχει ζήσει, κουβαλάει μνήμες οικογενειακές και συλλογικές. Μια γυναίκα συντηρητική, που ο συγγραφέας δεν την κοροϊδεύει, αλλά βγάζει την ιστορία μέσα από τη δική της ματιά.
Δέκατη πέμπτη χρονιά εφέτος και για το Θέατρο Αλληλεγγύης, την κινητή μονάδα θεάτρου, η οποία ξεκίνησε για παιδιά που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία και ιδρύματα, έχει όμως ανοιχτεί περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Προσφυγικοί καταυλισμοί, ειδικά σχολεία, γυναικείες φυλακές, καθώς και ακτιβιστικές δράσεις είναι στο πρόγραμμα του θεάτρου, που παίζει πέντε ημέρες την εβδομάδα, για 4-5 μήνες τον χρόνο.
«Ο βίος του Γαλιλαίου» στο θέατρο REX – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»
Μουσική σύνθεση: Χανς Αϊσλερ.
Μετάφραση – Δραματουργική επεξεργασία: Κοραλία Σωτηριάδου.
Σκηνικά: Ελλη Παπαγεωργακοπούλου.
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ.
Μουσική διασκευή/προσαρμογή: Νίκος Κυπουργός.
Απόδοση τραγουδιών: Παντελής Μπουκάλας.
Επιμέλεια κίνησης: Αγγελική Στελλάτου.
Βίντεο: Παντελής Μάκκας.
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης.
Μουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου.
Βοηθός σκηνοθέτη: Αννα Τσαπάρα.
Βοηθοί σκηνογράφου: Μυρτώ Λάμπρου, Σοφία Βάσο.
Βοηθός ενδυματολόγου: Μαρία Μυλωνά.
Γαλιλαίος ο Χρήστος Στέργιογλου και μαζί του Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος, Παντελής Δεντάκης, Δημήτρης Δεγαΐτης, Γιώργος Μπινιάρης, Αμαλία Αρσένη και οι μουσικοί Οσβαλντ Αμιράλης (κόντρα μπάσο), Κώστας Ιωαννίδης (κλαρινέτο), Βασίλης Παναγιωτόπουλος (πιάνο, τρομπόνι).

You may also like...